- αισχύλειος
- αἰσχύλειος, -α, -ον (Μ) [Αἰσχύλος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αισχύλο, ο όμοιος με τον Αισχύλο και το έργο του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αἰσχύλειον — Αἰσχύλειος of masc acc sg Αἰσχύλειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)